Αλεξάνδρα ΚορδόσηΣυμβουλευτική Ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια (MA.,BSc.)
Ψυχολογία Για Εμάς
ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Κατάθλιψη

Η Κατάθλιψη είναι η πιο συχνή Ψυχική Διαταραχή. Τι είναι, από ποιους παράγοντες επηρεάζεται και πως τη διαχωρίζουμε από μία φυσιολογική καταθλιπτική διάθεση;
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία και ερευνητικά δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα του ΟΗΕ καθώς και από άλλες στατιστικές έρευνες: Η κατάθλιψη είναι η ψυχική διαταραχή που εμφανίζεται συχνότερα, καταλαμβάνοντας σήμερα την τέταρτη θέση στις δέκα πλέον επιβαρυντικές ασθένειες που πλήττουν την ανθρωπότητα και υπολογίζεται ότι θα φτάσει στην δεύτερη θέση της ιεραρχίας μέχρι το 2020.
‘Ένα 6% περίπου του γενικού πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη δηλαδή περισσότεροι από 350 εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλον τον κόσμο και 550 χιλιάδες στη χώρα μας. Οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη, σε όλες τις χώρες του κόσμου, δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες, εμφανίζεται συχνότερα στους άγαμους, τους διαζευγμένους, τους κατοίκους αγροτικών περιοχών και σε αυτούς που παρουσιάζουν κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση. Είναι δύο ή τρεις φορές πιο συχνή σε οικογένειες καταθλιπτικών ασθενών και δύο φορές πιο συχνή σε άτομα που υποφέρουν από σωματικές παθήσεις. Τα παιδιά χωρισμένων γονιών, που έχασαν τον ένα γονιό πρόωρα στη ζωή τους και τα παιδιά που υποφέρουν από εγκατάλειψη, είναι σημαντικά περισσότερο ευάλωτα στην κατάθλιψη. Σχεδόν οι μισές από όλες τις περιπτώσεις κατάθλιψης δεν διαγιγνώσκονται και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στην εφηβική ηλικία ή την νεαρή ενήλικη ζωή με το πρώτο κρούσμα συνήθως να προκύπτει στα 25 περίπου χρόνια. Υπάρχει μεγάλη προδιάθεση δε (15-39%) στα άτομα που εμφανίζεται, να συνεχίσουν να υποφέρουν από κατάθλιψη ένα και δύο χρόνια μετά από τη πρώτη φορά εκδήλωσης των συμπτωμάτων. Τα ανησυχητικά αυτά στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η κατάθλιψη είναι ένα ευρύ κοινωνικό φαινόμενο και ότι η προσαρμογή του ανθρώπου στην ενήλικη ζωή των ανεπτυγμένων κοινωνιών είναι ιδιαιτέρα δύσκολη και στρεσογόνος. Φαίνεται ότι οι επιβαρυντικοί παράγοντες έχουν σημαντικά αυξηθεί ενώ οι υποστηρικτικοί μηχανισμοί έχουν δραματικά μειωθεί.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του φυσιολογικού καταθλιπτικού συναισθήματος και της κλινικής κατάθλιψης? Πότε μιλάμε για Διαταραχή της Διάθεσης;
Δεν υπάρχουν απόλυτα συναισθήματα, αλλά μάλλον διαβαθμίσεις στο πως αισθανόμαστε. Θα μπορούσαμε να απεικονίσουμε γραφικά τη διάθεση μας σε ένα συνεχές (continuum), όπου θα μπορούσαμε να βάλουμε στο ένα άκρο την ευφορία, την υπεραισιοδοξία και τον ενθουσιασμό και χαμηλώνοντας βαθμίδες να φτάσουμε μέχρι τη βαθιά θλίψη και την απόλυτη κατάθλιψη. Συνήθως περνάμε το περισσότερο χρόνο μας έχοντας ποικίλα συναισθήματα, όμως αυτά κυμαίνονται σε ένα σχετικά ανεκτό εύρος γύρω από το κέντρο αυτής της διαβάθμισης. Σε αυτό το εύρος του κέντρου, η διάθεση μας μπορεί να «ανέβει» ή να «κατέβει» σχετικά εύκολα, αλλά εξίσου εύκολα μπορεί να επανέλθει σε ένα πιο ουδέτερο εύρος του κέντρου. Οι συναντήσεις μας με φίλους, οι επαγγελματικές μας υποχρεώσεις και όλες οι εμπειρίες της ζωής μας, εύκολα μπορούν να μας ωθήσουν προσωρινά να «ανέβουμε» ή να «κατέβουμε» ψυχολογικά. Οι διακυμάνσεις της διάθεσης είναι απόλυτα φυσιολογικές και συμβαίνουν πολλές φορές ακόμα και κατά την διάρκεια της ίδιας ημέρας. Επίσης κάθε άνθρωπος έχει σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετική συχνότητα τα αισθήματα αυτά. Οι τρόποι που εκφράζουμε τα αισθήματα μας επίσης ποικίλλουν. Σε αυτή τη διαβάθμιση συναισθημάτων θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε στα άκρα τις λεγόμενες Διαταραχές της Διάθεσης. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη τοποθέτηση παίζει η χρονική διάρκεια – το για πόσο διάστημα κανείς παρουσιάζει το κάθε συναίσθημα, καθώς και η ένταση του – το πόσο έντονα βιώνεται.
Η κατάθλιψη στη καθομιλούμενη και ευρεία χρήση του όρου αναφέρεται σε μια πολύ άσχημη διάθεση που συνήθως είναι η αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο γεγονός / μία κατάσταση, που συνήθως έχει να κάνει με μια αίσθηση απώλειας. Η απώλεια είναι μία κατάσταση στέρησης κάποιου πράγματος που κάποτε ήταν διαθέσιμο και σημαντικό και τώρα δεν υπάρχει πια. Η αίσθηση απώλειας μπορεί να προκύψει τόσο από κάποια πραγματική απώλεια (όπως στη περίπτωση ενός θανάτου), όσο και από κάποια εκλαμβανόμενη απώλεια (δηλαδή το άτομο να την ερμηνεύει ως τέτοια). Κάθε αλλαγή, είτε είναι θετική είτε αρνητική, κουβαλάει μαζί της πλευρές απώλειας.
Σημαντικές απώλειες στη πορεία της ζωής μας είναι:
Η απώλεια αγαπημένων προσώπων μετά από θάνατο, χωρισμό, ή εγκατάλειψη. Οι απώλειες αυτές περιλαμβάνουν πολλαπλές επιμέρους απώλειες, όπως απώλεια συντροφικότητας, επαφής, επικοινωνίας, ρόλου κ.α.
η απώλεια πλαισίου μετά από θάνατο οικογενειακού μέλους, αλλαγή κατοικίας, εργασίας, ρόλου, συνταξιοδότησης κ.α. Περιλαμβάνει την απώλεια των συνηθειών της καθημερινότητας, την απώλεια της αίσθηση της ρουτίνας, της κανονικότητας και οικείου. Μπορεί να περιλαμβάνει την απώλεια των προσδοκιών και της ελπίδας μας για το μέλλον και της κατεύθυνσης της ζωής μας.
Η απώλεια υλικών αγαθών και άλλων πολύτιμων αντικειμένων. Τέτοιες απώλειες μπορεί να βιωθούν μετά από αλλαγή τόπου κατοικίας, όπως η μετακόμιση από ένα μεγάλο σπίτι σε ένα διαμέρισμα, ή στο γηροκομείο, ή νοσοκομείο, ή μετά από εξαναγκαστική αλλαγή τόπου εγκατάστασης όπως στη περίπτωση της μετανάστευσης λόγω πολέμου, ή την εξαναγκαστική πώληση αποκτημάτων λόγω οικονομικής ανέχειας. Απώλεια πολύτιμων αντικειμένων μπορεί να προκύψει μετά από φυσικές καταστροφές, ή μετά από ληστεία, ή φωτιά στο σπίτι.
Η απώλεια πτυχών του εαυτού μετά από ασθένειες, αναπηρίες ή και καταστάσεις που προκαλούν αναγκαστική καθήλωση στο κρεβάτι. Απώλειες προκύπτουν και από τη φυσική εξέλιξη της ζωής προς τα γηρατειά και το θάνατο. Οι επιμέρους απώλειες μπορεί να περιλαμβάνουν την απώλεια κινητικότητας, ενεργητικότητας, νοητικής διαύγειας και άλλων αισθητηριακών δεξιοτήτων. Οι ψυχολογικές απώλειες μπορεί να περιλαμβάνουν την απώλεια της αυτονομίας, της αυτοεκτίμησης, του αυτοσεβασμού, την απώλεια εμπιστοσύνης, της ερωτικότητας, της ανεμελιάς, του χιούμορ κ.α.
Τα αισθήματα βαθιάς θλίψης και απογοήτευσης σε τέτοιες περιστάσεις είναι απολύτως φυσιολογικά και ανάλογα με τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή του ατόμου επηρεάζουν το χρόνο που χρειάζεται κανείς για να ανακάμψει. Μία αλλαγή που περιλαμβάνει πολλαπλές απώλειες στη καθημερινότητα του ατόμου, όπως μετά από θάνατο συζύγου ή αλλαγή κατοικίας, έχει πολύ μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή του καθώς περιλαμβάνει σειρά επιμέρους απωλειών, όπως αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αντίστοιχα η αποδοχή και η προσαρμογή που χρειάζεται να γίνει στη νέα κατάσταση είναι πολλαπλή.
Οι απώλειες διαφέρουν σημαντικά στο πόσο τραυματικά έχουν βιωθεί. Εάν οι απώλειες / αλλαγές αυτές είναι σχετικά αναμενόμενες ή σχετικά συνηθισμένες, όπως για παράδειγμα, ο θάνατος ηλικιωμένων ατόμων ή η αλλαγή κατοικίας από επιλογή,είναι κατά μία έννοια προσδοκώμενες και φυσιολογικές απώλειες που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας. Έχουμε τη τάση να προβλέπουμε τις απώλειες που είναι μέρος της φυσιολογικής εξέλιξης και να πενθούμε για αυτές σταδιακά καθώς προχωράμε στη ζωή. Αυτή είναι η έννοια του προσδοκώμενου ή προκαταβολικού πένθους -το ότι έχουμε τη δυνατότητα να προετοιμαστούμε για τέτοιες απώλειες και ως αποτέλεσμα να μην επηρεάζουν καθοριστικά τη γενική λειτουργικότητα και δραστηριότητα μας. Τα αισθήματα θλίψης δηλαδή βιώνονται μεν έντονα, αλλά δεν είναι έντονα και επίμονα σε τέτοιο σημείο που να διακόπτουν την εργασία μας, τις καθημερινές υποχρεώσεις μας, ή να αλλάζουν καθοριστικά τις σχέσεις μας. Τα αισθήματα θλίψης αυτά, καθώς οι δύσκολες περιστάσεις απομακρύνονται και νέα πιο ευχάριστα ερεθίσματα λαμβάνουν χώρα, έχουν τη τάση να μεταβάλλονται και τροποποιούνται. Καταφέρνουμε σταδιακά να ξανανιώσουμε χαρά και ευχαρίστηση, ή τουλάχιστον να επανέλθουμε σε μία πιο ουδέτερη διάθεση (κοντά στο εύρος του κέντρου της διαβάθμισης που αναφέρθηκε προηγουμένως). Έτσι λοιπόν ουσιαστικά όταν βιώνει κανείς τα παραπάνω αισθήματα εις απάντηση κάποιων λυπηρών καταστάσεων δε σημαίνει ότι υποφέρει από κατάθλιψη με τη κλινική έννοια.
Υπάρχουν όμως άλλες περίπλοκες απώλειες που θεωρούνται ότι συνέβησαν πριν την ώρα τους, όπως ο θάνατος ενός παιδιού ή ένας θάνατος που συνέβη τυχαία από ατύχημα. Τα τραγικά γεγονότα συνήθως είναι τραυματικές απώλειες γιατί συνέβησαν αναπάντεχα και ξαφνικά, ή γιατί εμπεριείχαν πράξεις βίας,(όπως στη περίπτωση της σεξουαλικής η σωματικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης). Τέτοιες εμπειρίες έχουν την τάση να βιώνονται με τεράστια ισχύ, κατακλύζοντας συναισθηματικά το άτομο, μη επιτρέποντας του να συνεχίσει τη καθημερινή λειτουργικότητα του. Τέτοιες εμπειρίες μας στερούν εντελώς τον έλεγχο και το όραμα για το μέλλον και συνολικά έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο επάνω μας καθώς ούτε έχουμε πενθήσει προκαταβολικά για τέτοιου είδους γεγονότα, αλλά ούτε βγάζουν και κανένα νόημα για τη ζωή μας. Ερωτήματα «γιατί σε μένα;» «τι έκανα λάθος;», μαστίζουν τη σκέψη του ατόμου και παραμένουν αναπάντητα καθυστερώντας σημαντικά την αποδοχή της όποιας απώλειας και τη προσαρμογή στη νέα κατάσταση.
Όταν υπάρχουν επίσης μισοτελειωμένες υποθέσεις στη σχέση με κάποιο άτομο ή σε κάποια κατάσταση που τελείωσε, είναι πολύ πιο δύσκολο για το άτομο που θρηνεί να αποδεχτεί την κατάσταση και να προχωρήσει στη ζωή του, από όταν μια σχέση ή μία κατάσταση έχει υπάρξει ικανοποιητική και έχει ολοκληρώσει το κύκλο της. Οι προηγούμενες εμπειρίες μας επίσης παίζουν καθοριστικό ρόλο για το πώς θα διαχειριστούμε τη νέα εμπειρία μας. Η όποια νέα κατάσταση ή απώλεια είναι πιθανό να ανακινήσει παλιά ανεπεξέργαστα ή ανεπίλυτα συναισθήματα προηγούμενων καταστάσεων και απωλειών και έτσι αυτές να έχουν αθροιστική επίπτωση στο πως νιώθουμε. Μπορεί έτσι να μη μπορούμε να ξεχωρίσουμε για τί ακριβώς θρηνούμε και να νιώθουμε μια γενικευμένη ματαιότητα. Αυτές οι περιστάσεις συνθέτουν ένα περίπλοκο πένθος και τα άτομα που πενθούν με τέτοια φόρτιση, συχνά εμφανίζουν συμπτώματα χαρακτηριστικά ενός κλινικού Καταθλιπτικού Επεισοδίου. Σε αυτή την περίπτωση τα όρια ανάμεσα στο φυσιολογικό πένθος και τη κλινική κατάθλιψη μπορεί να γίνουν ασαφή.
Η κλινική κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από:
-Έντονη θλίψη
-Απελπισία (γενικευμένο αίσθημα έλλειψης ελπίδας)
-Αδιαφορία (για σχέσεις ή δραστηριότητες που παλαιότερα ήταν ευχάριστες)
-Εξάντληση (σωματική κόπωση, μειωμένη ενεργητικότητα)
-Διάχυτη μελαγχολία
-Αισθήματα αναξιότητας, αυτό-υποτίμησης, ενοχές («δεν αξίζω κάτι κάλο», «εγώ φταίω για αυτά που συνέβησαν»)
-Χαμηλή αυτοπεποίθηση(«δεν είμαι ικανός / ή, «δε θα τα καταφέρω»)
-Το άγχος, ο φόβος, η ένταση, η οξυθυμία είναι επίσης χαρακτηριστικά με εκρήξεις άγχους ή οξυθυμίας.
Συχνά η κατάθλιψη εμφανίζεται στη συμπεριφορά με:
-Απομόνωση από τους άλλους
-Δυσκολίες στον ύπνο (ανάγκη για περισσότερο ή λιγότερο, εφιάλτες, διακοπτόμενο ύπνο)
-Μείωση ή αύξηση της όρεξης για φαγητό / αλλαγές στο σωματικό βάρος
-Μείωση της όρεξης για σεξουαλική επαφή ή και σεξουαλική δυσλειτουργία
-Ληθαργικότητα ή ευερεθιστότητα
-Μείωση / απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που πιο παλιά ήταν ευχάριστες
-Διακοπή/ παραμέληση των καθημερινών δραστηριοτήτων (υγιεινή, εργασία, υποχρεώσεις).
Σύμφωνα με το DSM-IV (το διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών), για να δοθεί η Διάγνωση της Μείζωνος Κατάθλιψης (Καταθλιπτικό επεισόδιο): το άτομο πρέπει να πληρεί ένα από τα δύο κριτήρια του Α. για διάστημα περισσότερο από δύο εβδομάδες και τέσσερα τουλάχιστον από το Β. με τέτοια ένταση που να παρεμποδίζεται η καθημερινή λειτουργικότητα του.
Α.Για δύο ή περισσότερες εβδομάδες να παρουσιάζει
- Απώλεια ενδιαφερόντων και ευχαρίστησης σε καθημερινές δραστηριότητες
- Καταθλιπτικό συναίσθημα στα περισσότερες ημέρες και στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας
B.Με ένταση που να παρεμποδίζει τη καθημερινή λειτουργικότητα
- Μείωση ή αύξηση της όρεξης (μεταβολή βάρους > 5 % σε ένα μήνα)
- Αϋπνία ή υπερυπνία
- Ψυχοκινητική ανησυχία (νευρικότητα / ευερεθιστότητα) ή ψυχοκινητική επιβράδυνση (νωχελικότητα)
- Κόπωση ή απώλεια ενεργητικότητας
- Μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης και σκέψης / δυσκολία λήψεως αποφάσεων
- Συναισθήματα απαξίωσης ή ενοχής (υπερβολικές ή απρόσφορες ενοχές)
- Αυτοκαταστροφικός ιδεασμός (επαναλαμβανόμενες σκέψεις για το θάνατο με ή χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο), ή απόπειρα αυτοκτονίας.
Η χρονική διάρκεια δηλαδή και η ένταση των συναισθημάτων (το αν υπάρχει έκπτωση της λειτουργικότητας) του ατόμου καθορίζουν τη διάγνωση.
Επιπλέον διαγνωστικές διαφοροποιήσεις γίνονται από τον ειδικό Ψυχίατρο ή Κλινικό Ψυχολόγο ανάλογα με την ιδιαιτερότητα των συμπτωμάτων, τις αιτίες τους, την χρονική στιγμή της έναρξης της διαταραχής καθώς και της διάρκειας της.
Η κλινική κατάθλιψη μπορεί να συνίσταται σε ένα Μοναδικό Επεισόδιο και τότε μιλούμε για Μείζων Καταθλιπτικό Επεισόδιο ή σε περισσότερα επεισόδια και τότε ονομάζεται Μείζονα ή Υποτροπιάζουσα Καταθλιπτική Διαταραχή. Μπορεί επίσης να είναι Μονοπολική (η διαταραχή αφορά στη καταθλιπτική διάθεση – τον ένα μόνο πόλο της συναισθηματικής διαβάθμισης) ή Διπολική (ή αλλιώς Μανιοκατάθλιψη), να συνοδεύεται δηλαδή από φάσεις Μανίας – τον άλλο πόλο της συναισθηματικής διαβάθμισης.
Η Μανία αποτελεί το αντίθετο άκρο της διάθεσης σε σχέση με τη κατάθλιψη. Είναι μια συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη αλλά απρόσφορη (αδικαιολόγητη) ευφορία και υπεραισιοδοξία. Συνοδεύεται συχνά από ευερεθιστότητα, υπερδραστηριότητα, λογόρροια (υπερβολική ομιλία), ιδεοφυγή (καταιγισμό ιδεών και φυγή από τη μία σκέψη στην επόμενη), περισπασιμότητα σκέψης (ανακοπές σκέψης) και μία τάση για μεγαλεπήβολα σχέδια. Η Διπολική Συναισθηματική Διαταραχή ή Μανιοκατάθλιψη, περιλαμβάνει περιόδους Κατάθλιψης και περιόδους Μανίας, συνήθως με μικρά διαστήματα νορμοθυμίας (διάθεσης στο ενδιάμεσο). Η εναλλαγή των φάσεων της διάθεσης μπορεί να συμβαίνει εντός λίγων ημερών ή πολλών μηνών.
Η κατάθλιψη όπως αναφέρθηκε μπορεί να είναι Μονοπολική ή Διπολική. Μπορεί επίσης να εμφανίζεται:
Με μελαγχολικά στοιχεία όπως δυσκολίες στον ύπνο (ανάγκη για περισσότερο ή λιγότερο) με μία συνηθέστερη τάση να ξυπνά κανείς νωρίτερα (πρώιμη αφύπνιση) και η διάθεση να είναι χειρότερη το πρωί. Επίσης μείωση ή αύξηση της όρεξης για φαγητό / αλλαγές στο σωματικό βάρος, μείωση της όρεξης για σεξουαλική επαφή ή και σεξουαλική δυσλειτουργία, ληθαργικότητα ή ευερεθιστότητα, μείωση / απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που πιο παλιά ήταν ευχάριστες.
Με κατατονικά στοιχεία: κινητική ακινησία ή η υπερβολική άσκοπη κινητικότητα και μπορούν να παρουσιαστούν τόσο σε διαταραχή κατάθλιψης όσο και μανίας.
Με ή χωρίς ψυχωσικά στοιχεία: Όταν η διαταραχή της διάθεσης είναι βαριά μπορεί να παρουσιαστούν ψυχωσικά (μη πραγματικά) βιώματα όπως οι ψευδαισθήσεις ( π.χ. να ακούει φωνές ή να βλέπει κάποια παρουσία) ή οι παραισθήσεις (π.χ. οι παραληρητικές ιδέες, σκέψεις και πεποιθήσεις που δε συμβαδίζουν με τις επικρατούσες κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και το άτομο τις πρεσβεύει με υπερβολική βεβαιότητα). Στη περίπτωση της Κατάθλιψης συχνά αφορούν εκτός πραγματικότητας ιδέες αναξιότητας και καταστροφολογίας ενώ στη περίπτωση της Μανίας, οι παραληρητικές ιδέες μπορεί να περιλαμβάνουν τη βεβαιότητα για την ιδιαιτερότητα του ατόμου και τις ικανότητες του. Και στις δύο περιπτώσεις συχνά συναντάμε το άτομο να διακατέχεται από μία καταναγκαστική αίσθηση εκπλήρωσης κάποιας αποστολής.
Με Εποχιακή Κατανομή (ή εποχιακή συναισθηματική διαταραχή /SeasonalAffectiveDisorder ή SAD ή κοινώς η μελαγχολία του χειμώνα), όπου τα επεισόδια σχετίζονται με τις αλλαγές των εποχών: συνήθως αρχίζει το φθινόπωρο ή το χειμώνα και υποχωρεί την άνοιξη. Είναι τέσσερις έως οχτώ φορές συχνότερη στις γυναίκες απ’ ότι στους άντρες και συνδέεται με τη έλλειψη ηλιακού φωτός που φαίνεται να απορυθμίζει την ορμονολογική ισορροπία του εγκεφάλου.
Μπορεί επίσης να είναι Πρωτοπαθής η Δευτεροπαθής. Πρωτοπαθής ονομάζεται η κατάθλιψη η οποία δεν έχει προκληθεί ως αποτέλεσμα κάποιας άλλης οργανικής αιτίας, ή κάποιας άλλης ψυχιατρικής διαταραχής. Δευτεροπαθής κατάθλιψη ονομάζεται η κατάθλιψη που προκαλείται από κάποια άλλη πρωτογενή αιτία, όπως η χρήση ουσιών, μία γενική ιατρική κατάσταση (π.χ. αυτοάνοσα νοσήματα, υποθυρεοειδισμός κ.α., όπου η κατάθλιψη αποτελεί μία φυσική συνέπεια της ασθένειας).
Άλλα ηπιότερα είδη κατάθλιψης είναι:
Η Δυσθυμική Διαταραχή (ή δυσθυμία), στην οποία σε αντίθεση με τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, τα συμπτώματα είναι πιο ήπια, όμως διαρκούν περισσότερο. Για να δοθεί η διάγνωση, θα πρέπει το άτομο να εμφανίζει καταθλιπτική διάθεση στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, τις περισσότερες μέρες για τουλάχιστον δύο χρόνια. Τα συμπτώματα που παρατηρούνται είναι παρόμοια με αυτά της Μείζονος Κατάθλιψης, όμως έχουν μικρότερη ένταση και τη τάση να χρονίζουν. Τα άτομα που παρουσιάζουν δυσθυμία, ανταπεξέρχονται στις καθημερινές του δραστηριότητες, όμως έχουν συνολικά μία απαισιόδοξη οπτική που δίνει την εικόνα στους άλλους ότι είναι χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους – μίας καταθλιπτικής, απαισιόδοξης προσωπικότητας. Η δυσθυμία προδιαθέτει το άτομο σε μία δύσκολη περίοδο της ζωής του να εμφανίσει μείζονα κατάθλιψη.
Η Επιλόχεια κατάθλιψη αναφέρεται στη κατάθλιψη που εμφανίζεται μέσα στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες μετά τη γέννα. Για τη διάγνωση είναι σημαντική και πάλι η ένταση των συναισθημάτων και η επιμονή στο χρόνο και δεν αναφέρεται στη φυσιολογική δυσφορία της γυναίκας στις πρώτες μέρες μετά τη γέννα (θλίψη, άγχος, ανησυχία, ευσυγκινησία). Η επιλόχειος κατάθλιψης σχετίζεται και πάλι με τις έντονες ορμονολογικές αλλαγές που διαταράσσουν την φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού της γυναίκας. Ταυτόχρονα όμως η γέννηση ενός παιδιού αποτελεί μια τεράστια αλλαγή στο τρόπο ζωής της γυναίκας καθώς αναδύεται ο μητρικό ρόλος που συχνά υπερκαλύπτει τους υπόλοιπους (το συντροφικό της ρόλο, τη γυναικεία της ταυτότητα κ.α) καθώς επίσης είναι πιθανόνα ανακινήσει ανεπίλυτες δυναμικές και συγκρούσεις που σχετίζονται με την δική της παιδική ηλικία.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να συνθέσουμε μία εικόνα του πότε η διάθεση υπερβαίνει το καταθλιπτικό συναίσθημα που μπορεί κάποιος να διαχειριστεί και πότε χρειάζεται τη βοήθεια ειδικού ψυχικής υγείας. Η χρονική έναρξη, η χρονική διάρκεια και η ένταση των συμπτωμάτων αποτελούν ειδοποιό διαφορά στο αν το άτομο χρειάζεται βοήθεια ειδικού.Όταν οι δυσκολίες χρονίζουν και το άτομο νιώθει απομονωμένο και στάσιμο με τα προβλήματα του και αυτά παρεμποδίζουν τη λειτουργικότητα και την επίτευξη των στόχων του, τότε είναι σημαντικό να απευθύνεται κανείς σε ειδικό. Στη κλινική κατάθλιψη επίσης παρατηρούμε συχνά ότι μειώνεται συνολικά η αυτοεκτίμηση του ατόμου και η αυτό-υποτίμηση και αυτό-μομφή του γενικεύεται και δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη κατάσταση, π.χ συγκεκριμένη απώλεια / περίοδο. Ο τρόπος ερμηνείας των γεγονότων όπως είδαμε μπορεί να χρωματιστεί με υπερβολή και βεβαιότητα σε σημείο που να χάσει επαφή με τη πραγματικότητα ή να κατακλύσει το άτομο και την ικανότητα να αντεπεξέλθει. Η συνολική λειτουργικότητα του καταθλιπτικού ατόμου έτσι παραβλάπτεται σοβαρά.
Τα συμπτώματα της κατάθλιψης όπως είδαμε, συχνά είναι ανάλογα των εκλυτικών παραγόντων – των ψυχοπιεστικών συμβάντων όπως ονομάζονται, όπως είναι και οι απώλειες / αλλαγές που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Ταυτόχρονα όμως, το πώς και γιατί αντιδρούμε με συγκεκριμένο τρόπο στις καταστάσεις επηρεάζεται από τη βιολογική / γενετική μας προδιάθεση (ενδογενείς παράγοντες, νευροχημεία του εγκεφάλου, έμφυτο ταμπεραμέντο / χαρακτηριολογικά στοιχεία του ατόμου) η οποία είναι σε συνεχή αλληλεπίδραση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (πρωταρχικές σχέσεις, τραυματικές εμπειρίες, εκμαθημένοι τρόποι διαχείρισης, φάση ζωής κ.α.). Στο πως θα βιωθούν οι όποιες περιστάσεις δηλαδή και στο πώς θα αντιμετωπιστεί η όποια νέα κατάσταση, καθοριστικό ρόλο παίζει τόσο ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ατόμου (έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ακόμα και πρό της γέννησης του, αλλά ιδίως από τη παιδική ηλικία του και στη πορεία της ζωής του), όσο και οι στρατηγικές διαχείρισης και οι πόροι που έχει στη διάθεση του σε κάθε φάση της ζωής του. Σημειωτέον ότι οι μηχανισμοί διαχείρισης που έχουμε στη διάθεση μας είναι αυτοί που μάθαμε νωρίς σε ηλικία και φαίνεται ότι σε περιόδους στρες, έχουμε τη τάση να επιστρέφουμε σε αυτούς, όσο δυσλειτουργικοί και αν είναι. Αυτοί όλοι οι παράγοντες συνθέτουν τις ατομικές διαφορές στο πως ανταπεξέρχεται ένα άτομο στις δύσκολες εμπειρίες. Κάποιοι άνθρωποι καταρρέουν εν όψει κάποιων δύσκολων εμπειριών, ενώ άλλοι καταφέρνουν να τις επιβιώσουν και να μετατρέψουν τα δύσκολα συναισθήματα σε μαθήματα ζωής. Κατανοούμε λοιπόν ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και χρειάζεται να εξετάζεται συνολικά τόσο η προδιάθεση του ατόμου στο πως αντιδρά αλλά και πως οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ενισχύουν τις δυσκολίες ή προστατεύουν το άτομο από αυτές. Αυτή η συνολική εξέταση επηρεάζει τόσο τη διάγνωση όσο και τη θεραπεία.
Η διάγνωση γίνεται από ειδικό ψυχίατρο ή κλινικό ψυχολόγο ενώ οι θεραπείες ποικίλλουν ανάλογα τη προσέγγιση του θεραπευτή. Σε οξέα συμπτώματα (όπως στη περίπτωση μείζωνος καταθλιπτικού επεισοδίου), η φαρμακοθεραπεία (αντικαταθλιπτικά ή και συμπληρωματική αγωγή) χορηγούμενη από ψυχίατρο, μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη για να “θωρακίσει” το άτομο (προσωρινά τουλάχιστον) έτσι ώστε να μη διακινδυνεύσει μία περεταίρω επιδείνωση ή μία σοβαρή παρεμπόδιση της καθημερινής λειτουργικότητας του. Η φαρμακοθεραπεια έχει σχετικά άμεσα αποτελέσματα, επαναφέροντας το άτομο σε μία περισσότερο ανεκτή διάθεση κοντά στο εύρος του κέντρου. Στην ουσιαστική θεραπεία όμως της κατάθλιψης, η ψυχοθεραπεία από ειδικό ψυχολόγο / ψυχοθεραπευτή, είναι ιδιαίτερη χρήσιμη. Στο πλαίσιο μίας ψυχοθεραπευτικής σχέσης, μπορεί το άτομο που υποφέρει από κατάθλιψη να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια των δυσκολιών του και να καταφέρει να συνδεθεί με ένα ουσιαστικό τρόπο τόσο με τον εαυτό του (τα συναισθήματα και τις σκέψεις του), όσο και με τους σημαντικούς άλλους γύρω του. Οι μακροχρόνιες έρευνες υποδεικνύουν τη συχνή επανεμφάνιση της καταθλιπτικής διάθεσης όταν κανείς έχει βιώσει μία περίοδο κατάθλιψης –παρά την αντιμετώπισης της όταν συνέβη (π.χ. με αντικαταθλιπτική αγωγή) και έτσι στρέφουν τις έρευνες σε μία ολιστική προσέγγιση στη θεραπεία. Η εκδήλωση της κατάθλιψη όπως είδαμε είναι αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών εξατομικευμένων παραγόντων και έτσι καλό είναι να μην αντιμετωπίζεται ως ένα μεμονωμένο επεισόδιο αποκομμένο από την ιστορία του ατόμου. Οι άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη και δεν συνοδεύουν τη φαρμακοθεραπεία τους με ψυχοθεραπεία ή κάποια άλλη εναλλακτική μορφή θεραπείας, έχουν τη τάση να υποτροπιάζουν και να παραμένουν αποσυνδεδεμένοι από τις ουσιαστικές ανησυχίες τους –κάτι που δυστυχώς συντηρεί το φαύλο κύκλο της κατάθλιψης. Φαίνεται ότι το ψυχολογικό στίγμα του να ζητάμε βοήθεια εξακολουθεί να συνοδεύει τις ψυχολογικές διαταραχές, ενώ συχνά τα άτυπα συμπτώματα της κατάθλιψης (όπως τα σωματικά συμπτώματα της) δεν ενεργοποιούν το άτομο ή τους παθολόγους ιατρούς στο να αναζητηθεί ειδικευμένη ψυχολογική βοήθεια. Σε κάθε περίπτωση, ένας ειδικός στο χώρο της ψυχικής υγείας μπορεί να δώσει κατεύθυνση και πληροφορίες αλλά και την ουσιαστική στήριξη που χρειάζεται το άτομο ανάλογα τις ανάγκες του.
Βιβλιογραφία / Αναφορές:
Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (2000), fourth edition, text revision, DSM-IV-TR. Washington, DC: American Psychiatric Association
Kessler R, Aguilar-Gaxiola S, Alonso J, et al. (2009), The global burden of mental disorders: An update from the WHO World Mental Health (WMH) Surveys.EpidemiolPsychiatrSoc; 18(1): 23–33.
Lowen A. (1993), Depression and the Body: The Biological Basis ofFaith and Reality.USA:Paperback.
Ουλής Π. (2006), «Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχοπαθολογίας», Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ.
Simington J. (2000), Grief Support Certification Handbook. Canada:Taking Flight International Corporation.
WilliamsM., TeasdaleJ., SegalZ., Kabat-Zinn J.(2009), The Mindful Way Through Depression: Freeing Yourself from Chronic Unhappiness. NewYork: TheGuildfordPress.
World Health Organization. The Global Burden of Disease: 2004 Update. Available at:
www.who.int/healthinfo/global_burden_disease/2004_report_update/en/index.html