Αλεξάνδρα ΚορδόσηΣυμβουλευτική Ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια (MA.,BSc.)

Ψυχολογία Για Εμάς

ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

HIV – Η προσαρμογή στη Διάγνωση και η Συμμόρφωση του Οροθετικού Ασθενή στη Φαρμακευτική Αγωγή

Ο ασθενής που αντιμετωπίζει τη διάγνωση μίας χρόνιας οργανικής ή ψυχικής νόσου, έρχεται αντιμέτωπος με μία σειρά δύσκολων αισθημάτων, κυρίως αυτά του πόνου, του φόβου, του θυμού, της θλίψης, των ενοχών, της απελπισίας και της χαμηλής αυτοπεποίθησης. Τέτοιες ασθένειες είναι ο καρκίνος, η σκλήρυνση κατά πλάκας, τα εγκεφαλικά επεισόδια, το AIDS, η άνοια, η σχιζοφρένεια, η διπολική συναισθηματική διαταραχή κ.α.

Ο ασθενής τέτοιων νόσων υπόκειται σε μία συνεχή διαδικασία αναπροσαρμογής  στα  ανατρεπτικά δεδομένα της νόσου, τα οποία βιώνονται ως ‘εκτός του ελέγχου του’– κάτι το οποίο μπορεί να απειλήσει ή και να κατακερματίσει την αίσθηση του ατόμου ως  υγιές, ενεργό και αυτόνομο ον. Η αναμενόμενη επιδείνωσης μίας χρόνιας νόσου και η αβεβαιότητα σχετικά με τη πρόγνωση και τη πορεία της, θέτουν τον ασθενή και τους οικείους του σε μία συνεχή αναδιαπραγμάτευση της οπτικής τους απέναντι στη ζωή και το θάνατο.

Πιο συγκεκριμένα, η προσαρμογή ενός ατόμου στη διάγνωση του ιού HIV είναι μία συνεχής διαδικασία διαπραγμάτευσης αλλαγών και απωλειών που επηρεάζουν το άτομο σε όλα τα επίπεδα – σε σωματικό, νοητικό, συναισθηματικό, πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο  οροθετικός ασθενής συχνά τίθεται να επανεξετάσει ολόκληρη την ύπαρξη του, τη καθημερινότητα του, τη σεξουαλικότητα του, τους στόχους και τα όνειρα του, ενόψει των νέων δεδομένων στη ζωή του.  Χρειάζεται να προσαρμοστεί σε πιθανές απώλειες δεξιοτήτων, σε αλλαγές ή περιορισμούς στη λειτουργικότητα του, στην αυτοεκτίμηση του και στις σχέσεις του με τους άλλους. Αυτή είναι μία ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία όπου τόσο ο ίδιος ο ασθενής όσο και οι αγαπημένοι του, έρχονται σε επαφή με τους ιδιαίτερους προβληματισμούς τους, τους φόβους τους, το θυμό, τη θλίψη και τους ιδιοσυγκρασιακούς μηχανισμούς άμυνας τους. Συχνά, η αλληλεπίδραση, οι ρόλοι και η επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας ή άλλων κοντινών προσώπων, υπόκεινται σε αλλαγές και δεν είναι καθόλου απίθανο το περιβάλλον σύστημα του ασθενούς να βρίσκεται, αρχικά τουλάχιστον, σε σύγχυση και αποδιοργάνωση.

Για την ομαλότερη προσαρμογή και διαχείριση μίας τέτοιας εμπειρίας , είναι απαραίτητο ο ασθενής (καθώς συχνά και η οικογένεια του),  να λαμβάνει την ενημέρωση και στήριξη που χρειάζεται. Αυτό παρέχεται τόσο από τον αρμόδιο ιατρό που διαγιγνώσκει τη πάθηση όσο και από τους ειδικευμένους ιατρούς που χορηγούν τη κατάλληλη φαρμακοθεραπεία και παρακολουθούν τη πορεία της νόσου.

Ο οροθετικός ασθενής θα πρέπει  να ενημερωθεί αναλυτικά για τη φύση της ασθένειας, τα συμπτώματα που περιλαμβάνει, τα πιθανά αίτιά της, την πορεία και την πρόγνωσή της, έτσι ώστε να έχει συνολικά μία καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνοδεύουν τη νόσο. Συγκεκριμένες πληροφορίες για την κατάλληλη φαρμακοθεραπεία, τις πιθανές παρενέργειες της και τη καλύτερη αντιμετώπιση τους, είναι απαραίτητες για τη συνεργασία του ασθενούς στη θεραπεία του. Ο ρόλος της οικογένειας συχνά είναι καθοριστικός στη διασφάλιση της τακτικής τήρησης της θεραπείας από τον ασθενή και της ευρύτερης  συνεργασίας του με τους θεράποντες ιατρούς του.

Το άτομο που διαγιγνώσκεται με τον ιό του HIV συχνά χρειάζεται επιπλέον στήριξη από ειδικευμένο ψυχολόγο / ψυχοθεραπευτή έτσι ώστε να μπορέσει να διερευνήσει τη σημασία της νόσου για τον εαυτό του. Η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση που προσφέρεται σε έναν οροθετικό ασθενή μπορεί να ποικίλλει από απλή συμβουλευτική, στη περίπτωση που το άτομο δείχνει να έχει μία λιγότερο ‘περίπλοκη’ διαδικασία προσαρμογής στη νόσο, όσο και σε δυναμική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία μακράς διαρκείας, στη περίπτωση που η ισορροπία και η λειτουργικότητα του εαυτού έχουν σημαντικά απειληθεί. Επειδή το HIV είναι μία σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια, το να γίνει κανείς φορέας της, πλήττει το άτομο στο κέντρο της ζωτικότητας του, της σεξουαλικής του ταυτότητας, του τρόπου που συνδέεται εις βάθος με τον εαυτό του και τους άλλους.

Επιπλέον, επειδή η μετάδοση του ιού του HIV είναι στατιστικά σημαντικά συχνότερη στα ομοφυλόφιλα άτομα, η ψυχολογική αντιμετώπιση της ασθένειας επηρεάζεται επιπλέον από ζητήματα γύρω  από τον ενδεχόμενο στιγματισμό που το άτομο έχει εισπράξει, εσωτερικεύσει ή προβάλλει στους άλλους για τη σεξουαλική του ταυτότητα. Συχνά η εσωτερικευμένη ομοφοβία τόσο του ίδιου του ομοφυλόφιλου ασθενούς, όσο και των οικείων του, ακόμα και των ιατρών ή και ψυχοθεραπευτών που το άτομο έρχεται σε επαφή, επηρεάζουν σημαντικά την προσαρμογή και την αντιμετώπιση της νόσου. Η αποδοχή της ασθένειας του HIV καθώς και η συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή, επηρεάζεται από το βαθμό και τον τρόπο που το άτομο έχει αποδεχθεί την σεξουαλικότητα του, και δη την ομοφυλοφιλία του, και  την έχει ενσωματώσει στη ταυτότητα του. Παρελθοντικές ανεπίλυτες εσωτερικές συγκρούσεις του ατόμου είναι πιθανό να αναβιώσουν ενόψει αυτής της νέας εμπειρίας.

Οι μηχανισμοί άμυνας που το κάθε άτομο υιοθετεί σε περιπτώσεις ψυχοπιεστικών συμβάντων, όπως είναι και η διάγνωση του ιού του HIV, ποικίλλουν ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και την ανθεκτικότητα του, όμως έχουν τη τάση να είναι αυτοί που χρησιμοποιούνταν και παλαιότερα από το άτομο σε περιστάσεις έντονου στρες. Συχνά οι πρώτες φυσιολογικές αντιδράσεις σε μία τέτοια διάγνωση είναι αυτή του σοκ, της άρνησης, και του θυμού. Στη πορεία όμως κάποιοι ασθενείς κατορθώνουν να εξελίξουν την εμπειρία τους περνώντας μέσα από το πένθος, στην αποδοχή και τη μεταμόρφωση του εαυτού τους. Άλλοι πάλι, αδυνατούν να ενσωματώσουν τη νέα εμπειρία στην προσωπική τους ιστορία, πασχίζοντας με πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας που εμπεριέχουν καταστροφικότητα και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά το ψυχικό τραύμα που συνοδεύει μία τέτοια κατάσταση.

Η συμμόρφωση με τις σημερινές εξελιγμένες ιατρικές θεραπείες καθώς και η επεξεργασία των ψυχολογικών προεκτάσεων της νόσου, ενισχύουν  μία ενεργή, υγιή αντιμετώπιση η οποία απομυθοποιεί τη νόσο και προσφέρει μεγαλύτερη αίσθηση ελέγχου και νοήματος στη ζωή των ασθενών. Έτσι, ενισχύεται η αυτοεκτίμηση τους και ανακουφίζεται το  αίσθημα της αποξένωσης και του ‘στίγματος’ που συχνά είναι σύμφυτα με το ψυχικό τραύμα μιας χρόνιας ασθένειας.

Το ζητούμενο είναι ο ασθενής να καταφέρει να ζει με ό,τι τραυματικό βιώνει, χωρίς όμως να κατακλύζεται από ανυπόφορα συναισθήματα και χωρίς να απομονώνεται και να περιθωριοποιείται.  Μία πιο  ώριμη αποτίμηση του τι σημαίνει η νόσος στη ζωή του ασθενούς και των αγαπημένων του, περιλαμβάνει την αποδοχή και προσαρμογή στους περιορισμούς και τις αλλαγές που χρειάζεται, διατηρώντας  όμως παράλληλα κάποιους ρεαλιστικούς στόχους και θετικές προσδοκίες για το μέλλον.

 

 

 

english version